Tότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας
από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια
τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν
δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου
ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη».
Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε.
Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω
εις την πραμάτειαν μου. Μα και να τό’ χα, δεν τό’ δινα κανενός. Κι’ αν
πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς
λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο».
Έφυγαν αυτοί. Κι’ έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός
άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις
περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι
αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο
χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν.
Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η
Ελλάδα κι’ εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα
αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι’ αυτοί εις την υπηρεσίαν της
Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο.
Πήγε να’ νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι,
που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και
βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν,
ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια.