Ο λιμός - το πλιάτσικο και η κατάρρευση της αγοράς
Στην Ελλάδα του Χίτλερ - Η εμπειρία της Κατοχής-
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
«Θα ήθελα να κάνω μια παρέκβαση, για να σας ζητήσω να θυμηθείτε πώς μια ευημερούσα και εργατική πόλη, σχεδόν... χωρίς εξωτερικές αλλαγές, έγινε το κατοικητήριο ορδών από άπορους, λιμοκτονούντες ανθρώπους», έγραφε ο Μπέρτον Μπέρυ, Αμερικανός διπλωμάτης στην Αθήνα. «Φυσικά η απάντηση είναι ο γερμανικός στρατός κατοχής».
Ο στρατός έδειχνε υποσιτισμένος, κουρασμένος, ακόμη και «στα πρόθυρα της λιμοκτονίας», όταν πρωτόφτασε. Παρόλο που η Κατοχή συνεχιζόταν χωρίς ιδιαίτερη βία, οι στρατιώτες έπαιρναν τρόφιμα και επίτασσαν ό,τι ήθελαν. «Οι Γερμανοί ζουν τελευταία με έξοδα της χώρας», έγραψε ένας πληροφοριοδότης που έφυγε τον Ιούλιο. «Δεν έφεραν μαζί τους τρόφιμα για τους άνδρες ούτε και χώρους συσσιτίου. Οι άνδρες απλούστατα έτρωγαν σε εστιατόρια. Οι μονάδες δεν κοιμόνταν σε στρατόπεδα, για να αποφύγουν τους βομβαρδισμούς, αλλά σε σπίτια ιδιωτών. Πολλά απ' αυτά διαρπάχθηκαν εξ ολοκλήρου». Είχαν αναφερθεί Γερμανοί στρατιώτες που σταματούσαν διαβάτες στην πλατεία Ομονοίας και απαιτούσαν να τους δώσουν τα ρολόγια και τα χρυσαφικά τους. Ένας Έλληνας λιμενικός επέστρεψε στο γραφείο του λίγες εβδομάδες αφότου είχε αρχίσει η Κατοχή και διαπίστωσε πως «δεν έχει μείνει τίποτα στο παλιό μου γραφείο. Οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμεύσει στις γερμανικές αρχές, γραφεία, καρέκλες, χρηματοκιβώτια κ.λπ., είχε παρθεί απ' αυτούς. Τα υπόλοιπα είχαν καταστραφεί ή χρησιμοποιηθεί για καυσόξυλα».
Όταν η Βέρμαχτ μπήκε στην Ελλάδα, μια σειρά από νίκες σε όλη την Ευρώπη είχε δώσει στο στρατό μια αίσθηση ότι ήταν σχεδόν υπεράνθρωπα ακατανίκητοι. Η συμπεριφορά τους άφηνε ένα νεαρό Αμερικανό στην Αθήνα με το στόμα ανοιχτό. Έγραφε πως το ηθικό και η πειθαρχία είχαν αντικατασταθεί από «μια συντεχνιακή συνειδητοποίηση δύναμης που διαπερνά τον γερμανικό στρατό, από τους στρατηγούς ώς τους ιδιώτες. Όλοι τους φαίνονται να έχουν μια μαζική αίσθηση ακάθεκτης δύναμης (με σχεδόν σαδιστικές αποχρώσεις), η οποία πλάθει μια
ψυχολογία που δύσκολα την καταλαβαίνουν οι απέξω».
ψυχολογία που δύσκολα την καταλαβαίνουν οι απέξω».
Ο μουσικολόγος Μίνως Δούνιας ήταν απλώς σοκαρισμένος: «Πού είναι η πατροπαράδοτη γερμανική τιμιότητα; Έζησα δεκατρία χρόνια στη Γερμανία και κανείς δεν με εξαπάτησε. Τώρα ξαφνικά με τη "Νέα Τάξη" έχουν όλοι μετατραπεί σε λωποδύτες. Αδειάζουν τα σπίτια απ' ό,τι τους χτυπήσει στο μάτι. Στο σπίτι του Πιστολάκη έκοψαν από τα μαξιλάρια τα κεντήματα και αφαίρεσαν τα κρητικά κειμήλια από την πολύτιμη συλλογή του σπιτιού. Από τα φτωχόσπιτα της επαρχίας έκλεψαν τα σεντόνια και τις βελέντζες. Από άλλες κατοικίες άρπαξαν ελαιογραφίες και αφαίρεσαν και αυτά ακόμη τα μετάλλινα πόμολα της πόρτας».
Έντονη κριτική στη Βέρμαχτ γινόταν επίσης και από γερμανικές πηγές. Στις 25 Μαΐου ο πληρεξούσιος Άλτενμπουργκ προειδοποιούσε ανήσυχος το Βερολίνο για την «καταστροφική τροφοδοσία» στην Ελλάδα, και έλεγε πως ο στρατός θα έπρεπε να φέρνει τρόφιμα μάλλον στη χώρα παρά να τα παίρνει έξω. Συμφωνούσε με αυτό και μία έκθεση της Άπβερ, η οποία περιέγραφε μια όχι κολακευτική αντίθεση ανάμεσα στους Βρετανούς που είχαν μοιράσει στοκ τροφίμων προτού αποχωρήσουν στους Ιταλούς, οι οποίοι, απ' ό,τι φαίνεται, μοίραζαν ζυμαρικά και λάδι, και στη Βέρμαχτ που είχε επιδοθεί στην επίταξη κάθε μεταφορικού μέσου και τροφίμου. «Αφού οι γερμανικές δυνάμεις χρειάστηκε να ζήσουν από την ντόπια παραγωγή κατά τη γρήγορη προέλασή τους μέσα στη χώρα», κατέληγε η έκθεση, «πρέπει να χρησιμοποιήσουν [τα αποθέματά τους] για να αποζημιώσουν τους κατοίκους».
Ωστόσο, παράλληλα με το πλιάτσικο των μεμονωμένων στρατιωτών, οι αξιωματικοί του εφοδιασμού προχωρούσαν σε επιτάξεις πολύ μεγαλύτερων ποσοτήτων αγαθών: 25.000 πορτοκάλια, 4.500 λεμόνια και 100.000 τσιγάρα έφυγαν από τη Χίο μέσα στις τρεις πρώτες εβδομάδες της Κατοχής. Το ατμόπλοιο Pierre Luigi, που σαλπάρισε από τον Πειραιά τον Ιούνιο, κουβαλούσε ένα τυπικό φορτίο - εκατοντάδες μπάλες βαμβακερά προϊόντα, λινάρι και σολόδερμα που είχαν κατασχεθεί από ελληνικές αποθήκες για να σταλούν βόρεια, στην Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ. Οι αξιωματικοί του στρατού κατάσχεσαν επίσης αποθέματα σταφίδας, σύκων, ρυζιού και ελαιόλαδου. Ο Αμερικανός Τζέιμς Σέιφερ, στέλεχος πετρελαϊκής εταιρείας που δούλευε στην Ελλάδα, συνόψισε την κατάσταση ως εξής: «Οι Γερμανοί διαρπάζουν με όλες τους τις δυνάμεις, είτε ανοιχτά είτε εξαναγκάζοντας τους Έλληνες να πουλάνε για χαρτονομίσματα χωρίς αξία που εκδίδονται τοπικά».
Τεκμήριο του υψηλού βαθμού σχεδιασμού που υπήρχε πίσω απ' αυτά τα μέτρα ήταν ότι επιχειρηματίες, συχνά με πείρα του βαλκανικού χώρου, ήταν αποσπασμένοι στο Οικονομικό Επιτελείο της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, από εταιρείες όπως η Κρουπς και η Ι. Γκ. Φάρμπεν. Ο Sonderfuhrer X. Χάινε είχε προσπαθήσει να αποκτήσει πρόσβαση στα αποθέματα χρωμίου των Βαλκανίων για λογαριασμό της Κρουπς προτού ξεσπάσουν οι εχθροπραξίες. Με τη στολή της Βέρμαχτ τώρα, μπήκε στα γραφεία των ελληνικών μεταλλευτικών επιχειρήσεων και εξασφάλισε διάφορες μακρόχρονες μισθώσεις σε συμφέρουσες τιμές. Ένας άλλος υπάλληλος της Κρουπς έφτιαξε τα συμβόλαια. «Κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1-10 Μαΐου 1941 στην Αθήνα», ανέφερε με ικανοποίηση, «ολόκληρη η παραγωγή των ελληνικών ορυχείων σε πυρίτη, σιδηρομετάλλευμα, χρωμιούχο μετάλλευμα, νικελώδες μετάλλευμα, μαγνήσιο, μαγγάνιο, βρανίτη και χρυσό είχε κλειστεί για τη Γερμανία σε μακροπρόθεσμη βάση».
Μέλη του Οικονομικού Επιτελείου είχαν αναλάβει τις εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας, τα ναυπηγεία Βασιλειάδη, υφαντουργεία και το πυριτιδοποιείο του Μποδοσάκη. Η Shell αναγκάστηκε να πουλήσει το εργοστάσιό της στην Ελλάδα στους Γερμανούς, αφού την προειδοποίησαν ότι θα το κατηγορούσαν για σαμποτάζ και θα έκαναν κατάσχεση της ιδιοκτησίας του. Αποθέματα καπνού που βρίσκονταν στις αποθήκες της Βόρειας Ελλάδας, δέρματα, βαμβακερά υφάσματα και κουκούλια μετάξι κατασχέθηκαν ή αγοράστηκαν σε προπολεμικές τιμές και στάλθηκαν βόρεια, στο Ράιχ. Ο Γάλλος γενικός διευθυντής των μεταλλείων ασημιού του Λαυρίου ειδοποιήθηκε από τους Γερμανούς να βιαστεί και να υπογράψει νέο συμβόλαιο, προτού αναλάβουν οι Ιταλοί! Έτσι, μέσα στις πρώτες εβδομάδες της Κατοχής, τα κεφάλαια πέρασαν σε γερμανικά χέρια με απίστευτο ρυθμό. «Μετά το τέλος του πολέμου», δήλωνε ένα υπόμνημα του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, «οι Ιταλοί θα αναγκασθούν να αποδεχθούν το γεγονός ότι η νίκη στα Βαλκάνια, που κερδήθηκε με γερμανικό αίμα, θα προσφέρει οικονομικά πλεονεκτήματα στο Ράιχ».
Φυσικά, οι Ιταλοί δεν συμμερίζονταν αυτή την άποψη. Εκπρόσωποι των ιταλικών επιχειρηματικών συμφερόντων στην Ελλάδα, άνθρωποι όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών του Μουσολίνι κόμης Βόλπι, γρήγορα βρέθηκαν καθ' οδόν προς την Αθήνα. Στις 8 Μαΐου, προτού το ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών στείλει μόνιμο αντιπρόσωπο στην Αθήνα, ο Βόλπι έφτασε με πολλή ακολουθία για να πιέσει τους Έλληνες βιομηχάνους να παζαρέψουν μαζί του παρά με τους Γερμανούς. Την ίδια μέρα, οι συνεργάτες του επισκέφθηκαν την Εθνική Τράπεζα στην Αθήνα και απαίτησαν πακέτα μετοχών σε ελληνικές εταιρείες ηλεκτρισμού. Η επίσκεψή τους συνέπεσε με περαιτέρω απαιτήσεις από τη μεριά του Βάλτερ Ντέρερ, του Οικονομικού Επιτελείου της Βέρμαχτ (και πρώην υπαλλήλου της Rheinmetall-Borsig), για τα μερίδια της Τράπεζας στα μεγάλα βιομηχανικά κοντσέρν.
Στα τέλη Μαΐου η κούρσα για το ποιος θα άρπαζε την περιουσία της Ελλάδας είχε αρχίσει σαφώς να τραυματίζει τη συνεργασία του Άξονα και μια ψύχρα είχε εδραιωθεί στις συνεννοήσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ο υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο προειδοποίησε ότι «αυτό το "πλιάτσικο", το οποίο ορισμένα γερμανικά ιδιωτικά συμφέροντα εφαρμόζουν στις βασικές οικονομικές δραστηριότητες της χώρας που κατακτήσαμε, σίγουρα δεν εναρμονίζεται με τη συνεργασία... την τόσο ζωτική και για τις δύο χώρες, που θα έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στη Ρώμη και το Βερολίνο». Για να αποτραπεί η ακόμα σοβαρότερη επιδείνωση των σχέσεων, οι Γερμανοί χαλάρωσαν λίγο το ρυθμό τους. Γενναιόδωροι, επέτρεψαν σε μια ιταλική εταιρεία να αγοράσει μετοχές στα μεταλλεία νικελίου της Λοκρίδας - με τα οποία, στην πραγματικότητα, είχε αποκλειστικό συμβόλαιο πριν από τον πόλεμο! Οι συνέταιροι του Άξονα χώρισαν μεταξύ τους τα αποθέματα της χώρας σε δέρματα, ενώ το βαμβάκι, η ρητίνη και άλλα αγαθά χρήσιμα στην πολεμική προσπάθεια των Ιταλών στάλθηκαν στην αντίπερα όχθη της Αδριατικής. Η γερμανική γενναιοδωρία όμως είχε τα όριά της. Το Βερολίνο εκώφευσε στις προτάσεις της Ρώμης, ότι μια «ολοκληρωτική λύση» στο ελληνικό πρόβλημα έπρεπε να επεκτείνει τον ιταλικό έλεγχο και στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Οι Γερμανοί είχαν καμπόσους ισχυρούς λόγους να θέλουν να μείνουν στη Θεσσαλονίκη: εκεί κοντά υπήρχαν ορυχεία, τα οποία ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να καλύψουν ίσαμε το 30% των αναγκών του Ράιχ σε χρώμιο, καθώς και εύφορες κοιλάδες που παρήγαν στάρι, βαμβάκι και καπνό.
Η διπλωματία των τροφίμων
Για τον Γκίτζι και τον Άλτενμπουργκ, τους πληρεξούσιους του Άξονα, η πολιτική απαλλοτρίωσης του στρατού ήταν προφανώς αντίθετη στα συμφέροντα του Άξονα καθώς και στην ηθική. Η έλλειψη ψωμιού είχε οδηγήσει σε εξεγέρσεις στο Άργος, σε οργισμένες διαδηλώσεις νοικοκυρών σε άλλες πόλεις, και είχαν ξυπνήσει το φάσμα μιας πλήρους κατάρρευσης του νόμου και της τάξης. «Η Ελλάδα ανήκει σήμερα στον ευρωπαϊκό χώρο που ελέγχεται από τη Γερμανία και τις δυνάμεις του Άξονα», τηλεγραφούσε διαμαρτυρόμενος στο Βερολίνο ο Άλτενμπουργκ. «Πρέπει συνεπώς να ενταχθεί στον οικονομικό σχεδιασμό αυτής της περιοχής. Δεν πρέπει να επιτραπεί να πέσει η Ελλάδα σε πολιτικό και στρατιωτικό χάος».
Πράγματι, τον Ιούλιο ο Άλτενμπουργκ κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του Χίτλερ στο πρόβλημα. Μόλις όμως ένα μήνα μετά την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, που ήταν το πιο ριψοκίνδυνο παιχνίδι του, ο Φύρερ δεν έδωσε μεγάλη προσοχή σε κάτι που θα πρέπει να το θεωρούσε μάλλον δευτερεύον ζήτημα. Εξέδωσε αόριστες διαταγές ότι έπρεπε να παρέχεται βοήθεια αν αυτό ήταν δυνατόν, τουλάχιστον στις ζώνες που κατείχαν ακόμα οι γερμανικές δυνάμεις. Στο Βερολίνο όμως, το υπουργείο Τροφίμων και Γεωργίας ήταν ενάντια στο να δοθεί οποιαδήποτε βοήθεια στην Ελλάδα. Το υπουργείο Εξωτερικών προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει με βάση το ότι οι Ιταλοί στην αρχή είχαν συμφωνήσει να πάρουν την ευθύνη για τον εφοδιασμό της Ελλάδας. Καθώς όμως η Ιταλία δεν είχε δικό της πλεόνασμα και στην πραγματικότητα εξαρτιόταν ολοένα και περισσότερο από τις εισαγωγές τροφίμων από τη Γερμανία, στην ουσία αυτή η στάση καταδίκαζε την Ελλάδα σε λιμοκτονία.
Καθώς τέλειωνε το καλοκαίρι, Ιταλοί και Γερμανοί διπλωμάτες πράγματι έφτιαξαν ένα χρονοδιάγραμμα για τον μηνιαίο εφοδιασμό της Ελλάδας ώς το τέλος του Ιουνίου 1942. Γι' άλλη μια φορά, όμως, δεν προβλεπόταν να διατεθούν σιτηρά για εξαγωγή από το Ράιχ. Απλώς οι Γερμανοί συμφώνησαν να μεταφέρουν 10.000 τόνους από άλλες κατεχόμενες περιοχές, εφόσον θα έστελναν την ίδια ποσότητα και οι Ιταλοί. Άλλοι 40.000 τόνοι έπρεπε να παραδοθούν τους τελευταίους τρεις μήνες του 1941, 15.000 τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο. Και αυτά τα σιτηρά προβλεπόταν να έρθουν όχι από το ίδιο το Ράιχ, αλλά από τους γείτονες της Ελλάδας. Η Βουλγαρία είχε μαρκαριστεί ως η πιθανότερη πηγή, γιατί δεν τροφοδοτούσε τότε τη Γερμανία. Όμως η Βουλγαρία εξακολουθούσε να είναι ένα ανεξάρτητο κράτος και όχι παραδοσιακά φιλικό προς την Ελλάδα, μερικά από τα βόρεια εδάφη της οποίας απογύμνωνε τότε. Η κυβέρνησή της δεν καθυστέρησε καθόλου να κάνει εντελώς σαφές στο Βερολίνο ότι οι δικές της ανάγκες σε τρόφιμα δεν άφηναν να περισσέψει τίποτε για την Ελλάδα.
Καθώς έμπαινε ο Οκτώβριος, το Βερολίνο είχε χάσει προφανώς το ενδιαφέρον του για το πρόβλημα επισιτισμού της Ελλάδας. Κατά τα στελέχη του υπουργείου τροφίμων, δεν μπορούσαν να σταλούν σιτηρά στην Ελλάδα χωρίς να μπει σε κίνδυνο η τροφοδοσία της ίδιας της Γερμανίας. Ο Ρίμπεντροπ στο υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε ότι δεν υπήρχαν πιεστικοί λόγοι εξωτερικής πολιτικής που να κάνουν το Ράιχ να νοιαστεί για την Ελλάδα με δικά του έξοδα. Από το δε υπουργείο του Τετράχρονου Πλάνου του στρατάρχη Γκαίρινγκ ήρθε η χαριστική βολή: αν ήταν να σταλούν τρόφιμα σε κάποιο μέρος της κατεχόμενης Ευρώπης, θα έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στο Βέλγιο, στην Ολλανδία και στη Νορβηγία εις βάρος της Ελλάδας. Στον κατάλογο ιεράρχησης των Ναζί η Ελλάδα ερχόταν σχεδόν τελευταία. Στο μεταξύ η ανώτατη διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων ανάγγειλε πως η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Αθήνας είχε σοβαρές ζημιές. Αυτό σήμαινε ότι τα τραίνα καθυστερούσαν πολύ και δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά σιτηρών στο Νότο.
Η καταγραφή της ποσότητας τροφίμων που έστειλαν τελικά οι δυνάμεις του Άξονα εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα δείχνει καθαρά την αδιαφορία του Βερολίνου για το τι συνέβαινε. Την περίοδο από 15 Αυγούστου έως 30 Σεπτεμβρίου οι Ιταλοί έστειλαν 9.300 τόνους σιτηρών, τους περισσότερους στα Ιόνια νησιά, στην Ήπειρο και στις Κυκλάδες. Το νούμερο αυτό δεν υπολειπόταν πολύ από τους 10.000 τόνους που είχαν υποσχεθεί ότι θα έστελναν. Οι Γερμανοί ωστόσο έστειλαν μονάχα 5.017 τόνους, προτού ειδοποιήσουν κοφτά τη Ρώμη ότι «στο μέλλον η ιταλική κυβέρνηση πρέπει να πάρει την ευθύνη για τον εφοδιασμό της Ελλάδας, αφού η Ελλάδα ανήκει στη σφαίρα επιρροής της Ιταλίας». Οι Ιταλοί έμειναν άναυδοι. Απάντησαν ότι αυτοί είχαν εκπληρώσει το δικό τους μερίδιο στη συμφωνία, στέλνοντας σιτηρά στο Ιόνιο και στην Ήπειρο· η Αθήνα όμως και ο Πειραιάς ανήκαν στη γερμανική ζώνη. Επισήμαναν ότι, παρόλο που η Βέρμαχτ είχε υποσχεθεί να αποδεσμεύσει όλα τα αποθέματα που είχε κατασχέσει μετά την 1η Σεπτεμβρίου, δεν το είχε κάνει. Στα μέσα Νοεμβρίου, καθώς πλησίαζε ο χειμώνας, ένας ολοένα πιο απελπισμένος πληρεξούσιος Γκίτζι παρατηρούσε με πίκρα ότι η Γερμανία δεν μπορούσε να συνεχίζει να είναι «εκμεταλλεύτρια» της ελληνικής οικονομίας. Αν ήταν να γίνει η Ιταλία υπεύθυνη για τη συνολική τροφοδοσία της χώρας, τότε έπρεπε να έχει τον έλεγχο σε όλα τα σημεία της διοίκησης, να διορίζει συμβούλους στα ελληνικά υπουργεία και να συγκροτήσει μια κυβέρνηση ικανή να πάρει τα δραστικά και επείγοντα μέτρα που απαιτούνταν εκείνη τη στιγμή.
Έτσι με το πρόβλημα των τροφίμων τέθηκε το ζήτημα, ποιος έκανε τελικά κουμάντο στην Ελλάδα. Όπως ήταν τα πράγματα, οι Γερμανοί έπαιρναν αγαθά έξω από τη χώρα και δεν έβαζαν μέσα τίποτα. Όταν τέθηκε το ζήτημα να σταλούν τρόφιμα στη χώρα, οι Γερμανοί άφησαν τη φροντίδα στους Ιταλούς. Όπως παρατήρησε ο Γκίτζι, επρόκειτο για μια κατάσταση που έδινε στους Γερμανούς τα ευεργετήματα αλλά καμιά από τις ευθύνες της νίκης. «Οι Γερμανοί πήραν από τους Έλληνες ακόμα και τα κορδόνια τους», παραπονιόταν ο Μουσολίνι στον Τσιάνο, «και τώρα θέλουν να ρίξουν σ' εμάς το φταίξιμο για την οικονομική κατάσταση».
Η διαπίστωση του Μουσολίνι θα ήταν πολύ πιο βαρύνουσα, αν δεν προερχόταν από τον έναν και μοναδικό άνθρωπο, του οποίου οι παρορμητικές ενέργειες είχαν οδηγήσει κατ' αρχάς τον Άξονα στην Ελλάδα. Η ανησυχία του όμως ήταν δικαιολογημένη. Το Ράιχ είχε πάρει τη μερίδα του λέοντος από τη λεία κι έδινε πίσω λιγότερα από τους Ιταλούς. Αυτή ήταν η λογική συνέπεια της πολιτικής που στόχευε στο να χρησιμοποιηθούν οι πόροι της κατεχόμενης Ευρώπης για να προφυλαχθεί η Κυρίαρχη Φυλή από τις στερήσεις του πολέμου. Το χειμώνα του 1941-42, ενώ στην Ελλάδα χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα, το επίπεδο της κατανάλωσης τροφίμων στο Ράιχ παρέμεινε ουσιαστικά το ίδιο όπως ήταν και πριν από τον πόλεμο.
egolpion.com
egolpion.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου