Σκηνικό γνωστό σε όλους. Δημόσια υπηρεσία, με κόσμο να περιμένει σε ουρά, με ένταση και εκνευρισμό, σε μία τυπική καθημερινή ημέρα ταλαιπωρίας και άγχους. Εκεί λοιπόν εμφανίζεται ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, φιγούρα βγαλμένη από άλλη εποχή. Ευθυτενής, παρά την ηλικία του, με σκούρο κοστούμι, στηριζόμενος σε ένα μπαστούνι. Στο πέτο από το σακάκι του, κάποια καρφιτσωμένα, «περίεργα» σήματα. Πτέρυγες αλεξιπτωτιστού, η γνωστή «πουλάδα» και διακριτικό συμμετοχής στις πολεμικές επιχειρήσεις του Ιερού Λόχου. Ένας βετεράνος σκέφτηκα, ένας πολεμιστής, μία φυσιογνωμία ανθρώπου της διπλανής πόρτας, που όμως κρύβει τόσα πολλά. Θέλοντας να ρωτήσει κάτι, πήγαινε εδώ και εκεί, μα κανείς δεν του έδινε σημασία. Κάποια στιγμή κάποιος νωχελικός υπάλληλος ασχολήθηκε μαζί του. Του μιλούσε με ένας ύφος βαριεστημένο και ταυτόχρονα απαξιωτικό, χωρίς να σεβασθεί τίποτα, ούτε έστω τα χρόνια που τους χώριζαν. Του έδωσε κάτι χαρτιά, του τα πέταξε σχεδόν στο πρόσωπο. Ο ηλικιωμένος φεύγοντας, κοντοστάθηκε, κούνησε το κεφάλι και ξεφυσώντας είπε: «για όλα αυτά πολεμήσαμε τότε;»
Φράση γεμάτη από νοήματα και μηνύματα. Εύλογη η απορία του παλιού πολεμιστή. Πολέμησε γιατί; Πολέμησε για άλλα πράγματα από αυτά που τώρα βλέπει. Πολέμησε για ιδανικά, αξίες, πολέμησε για την ελευθερία της πατρίδας από εξωτερικούς και αργότερα από τους εσωτερικούς εχθρούς. Πολέμησε για την εθνική υπερηφάνεια. Πολέμησε για μία πατρίδα που ποθούσε να την δει πολύ πιο μεγάλη, για μια πατρίδα πολύ πιο τρανή.
Αντί για όλα αυτά, βλέπει μία μίζερη πραγματικότητα, μία Ελλάδα μέτρια, με μέτρια προβλήματα και μέτριους ανθρώπους να την οδηγούν σε περίεργους δρόμους. Βλέπει μία πατρίδα στο όριο της κοινωνικής και οικονομικής εξαθλίωσης, που πλέον είναι δέσμια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ξένων οικονομικών κέντρων εξουσίας. Μία χώρα που πλέον δεν είναι εθνικά κυρίαρχη, μία χώρα που αλλοιώνεται ο εθνικός της ιστός με την εισβολή και πολιτογράφηση πλέον χιλιάδων μεταναστών. Μία πατρίδα στην οποία κυριαρχούν η εγκληματικότητα και η ανασφάλεια, μία χώρα που μαζεύει παιδιά με σύριγγες στους δρόμους, μία χώρα που αφήνει να της καίνε τη σημαία της μέρα μεσημέρι οι αναρχικοί στις πορείες τους.
Δύο κόσμοι. Από την μια ο κόσμος των πολεμιστών, των μύθων, των αξιών και των παραδόσεων. Οι 300 του Λεωνίδα, οι Θερμοπύλες. Η Πόλη το 1453, ο Παλαιολόγος και οι βυζαντινοί μαχητές. Τα Δερβενάκια, οι Κολοκοτρωναίοι, το Κούγκι και το Αρκάδι. Ο Παύλος Μελάς και οι μακεδονομάχοι. Η Κορυτσά, η γραμμή των Οχυρών. Το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, το Βίτσι. Το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, η Αμμόχωστος. Μάχες, θυσίες, αξίες και ιδανικά.. Ο κόσμος εκείνων που έμειναν όρθιοι, εκείνων που δεν έσκυψαν το κεφάλι..
Από την άλλη η μετριότητα, ο εκφυλισμός και η αποχαύνωση. Ο κόσμος του πολιτικά ορθού, ο κόσμος του δήθεν, μία κοινωνία που αποκοιμίζει πνεύματα και συνειδήσεις.
Ο ηλικιωμένος έφυγε, στενοχωρημένος αλλά με το κεφάλι ψηλά, ευθυτενής. Δεν ξέρω τι άλλες σκέψεις μπορεί να πέρασαν από το μυαλό του. Μακάρι μόνο να μάθαινε με κάποιο τρόπο πως τα πρότυπά του και η αντίληψη ζωής του, ευτυχώς ακόμα εμπνέουν και καθοδηγούν κάποιους σε αυτό τον τόπο...
Φράση γεμάτη από νοήματα και μηνύματα. Εύλογη η απορία του παλιού πολεμιστή. Πολέμησε γιατί; Πολέμησε για άλλα πράγματα από αυτά που τώρα βλέπει. Πολέμησε για ιδανικά, αξίες, πολέμησε για την ελευθερία της πατρίδας από εξωτερικούς και αργότερα από τους εσωτερικούς εχθρούς. Πολέμησε για την εθνική υπερηφάνεια. Πολέμησε για μία πατρίδα που ποθούσε να την δει πολύ πιο μεγάλη, για μια πατρίδα πολύ πιο τρανή.
Αντί για όλα αυτά, βλέπει μία μίζερη πραγματικότητα, μία Ελλάδα μέτρια, με μέτρια προβλήματα και μέτριους ανθρώπους να την οδηγούν σε περίεργους δρόμους. Βλέπει μία πατρίδα στο όριο της κοινωνικής και οικονομικής εξαθλίωσης, που πλέον είναι δέσμια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ξένων οικονομικών κέντρων εξουσίας. Μία χώρα που πλέον δεν είναι εθνικά κυρίαρχη, μία χώρα που αλλοιώνεται ο εθνικός της ιστός με την εισβολή και πολιτογράφηση πλέον χιλιάδων μεταναστών. Μία πατρίδα στην οποία κυριαρχούν η εγκληματικότητα και η ανασφάλεια, μία χώρα που μαζεύει παιδιά με σύριγγες στους δρόμους, μία χώρα που αφήνει να της καίνε τη σημαία της μέρα μεσημέρι οι αναρχικοί στις πορείες τους.
Δύο κόσμοι. Από την μια ο κόσμος των πολεμιστών, των μύθων, των αξιών και των παραδόσεων. Οι 300 του Λεωνίδα, οι Θερμοπύλες. Η Πόλη το 1453, ο Παλαιολόγος και οι βυζαντινοί μαχητές. Τα Δερβενάκια, οι Κολοκοτρωναίοι, το Κούγκι και το Αρκάδι. Ο Παύλος Μελάς και οι μακεδονομάχοι. Η Κορυτσά, η γραμμή των Οχυρών. Το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, το Βίτσι. Το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, η Αμμόχωστος. Μάχες, θυσίες, αξίες και ιδανικά.. Ο κόσμος εκείνων που έμειναν όρθιοι, εκείνων που δεν έσκυψαν το κεφάλι..
Από την άλλη η μετριότητα, ο εκφυλισμός και η αποχαύνωση. Ο κόσμος του πολιτικά ορθού, ο κόσμος του δήθεν, μία κοινωνία που αποκοιμίζει πνεύματα και συνειδήσεις.
Ο ηλικιωμένος έφυγε, στενοχωρημένος αλλά με το κεφάλι ψηλά, ευθυτενής. Δεν ξέρω τι άλλες σκέψεις μπορεί να πέρασαν από το μυαλό του. Μακάρι μόνο να μάθαινε με κάποιο τρόπο πως τα πρότυπά του και η αντίληψη ζωής του, ευτυχώς ακόμα εμπνέουν και καθοδηγούν κάποιους σε αυτό τον τόπο...
Τάσος Δημητρακόπουλος elkosmos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου